- χρυσοσάνδαλος
- -ον, ΜΑ, και χρυσεοσάνδαλος και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Ααυτός που φορεί χρυσά σανδάλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* < χρυσεο- + -σάνδαλος / -σάμβαλος (< σάνδαλον / σάμβαλον), πρβλ. μονο-σάνδαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοσάνδαλον — χρυσοσάνδαλος goldensandalled masc/fem acc sg χρυσοσάνδαλος goldensandalled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεοσάνδαλος — και χρυσεοσάμβαλος, ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος … Dictionary of Greek
χρυσοσανδαλαιμοποτιχθονία — ἡ, Α (για την Εκάτη) χθόνια θεά που φορεί χρυσά σανδάλια και πίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοσάνδαλος + λαιμός + πότις, θηλ. τού πότης (< πίνω) + χθών, ονός«χώμα, γη» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek